Η πρώτη έκθεση D&I του Βρετανικού Συμβουλίου Μόδας (BFC) με στοιχεία από περισσότερες από 100 ευρωπαϊκές εταιρείες μόδας, υποστηρίζει ότι οι μισές εταιρείες έχουν συντονισμένες στρατηγικές D&I, αλλά δεν έχουν επαρκή δεδομένα, συγκεκριμένους στόχους, εκπροσώπηση και διαφάνεια. Το 42% δεν συλλέγει δεδομένα διαφορετικότητας, 29% παραδέχεται ότι τα δεδομένα του είναι ανεπαρκή και 29% ότι τα δεδομένα του είναι λεπτομερή. Από το 51% που έχει συντονισμένη στρατηγική, λίγες εταιρείες έχουν συγκεκριμένους στόχους για εκπροσώπηση μη προνομιούχων ομάδων και ακόμη λιγότερες προϋπολογισμό για σχετικές προσπάθειες. Στα Δ.Σ. και την ανώτερη και ανώτατη διοίκηση, η εκπροσώπηση των γυναικών είναι κάτω από 40% και για τις εθνικές και εθνοτικές μειονότητες κάτω από 10%.

Προσεγγίστηκαν οι κορυφαίες μάρκες από συνδυασμό κλάδων όπως luxury, mid-market, προσιτή μόδα, αθλητικά, αξεσουάρ, με περίπου 8 εκατ. ευρώ ως 10 δισ. ευρώ σε ετήσιες πωλήσεις, αλλά δεν ήταν όλες οι εταιρείες διατεθειμένες να μοιραστούν πληροφορίες. Σημειώνεται ότι στην Ευρώπη πολλές εταιρείες δεν μπορούν να μοιραστούν δημογραφικά στοιχεία λόγω της νομοθεσίας GDPR. Οι 3 κύριες προκλήσεις κατά τη συλλογή, επεξεργασία και δημοσιοποίηση δεδομένων D&I είναι ότι συχνά οι επιχειρήσεις έχουν ελλιπή ή απηρχαιωμένα δεδομένα, ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο μπορεί να δυσκολέψει τη συλλογή προσωπικών δεδομένων και ότι η εμπιστοσύνη των υπαλλήλων είναι ουσιώδης για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια και η προστασία. Σε γενικές γραμμές, η έκθεση βρήκε ότι οι μεγαλύτερες εταιρείες και οι εισηγμένες είναι πιθανότερο να έχουν τυποποιημένες πολιτικές D&I λόγω διαθέσιμων πόρων και αυστηρότερων ελέγχων.

(Πηγή: Voguebusiness.com)