Μεγάλο περιθώριο ανάπτυξης και περεταίρω μετασχηματισμού φαίνεται να εμφανίζει το business model της διαδικτυακής πώλησης ειδών μόδας και luxury προϊόντων, καθώς η πρακτική των marketplaces διεισδύει όλο και περισσότερο στον χώρο αυτό. Το μοντέλο του e-concession, που ήδη εφαρμόζουν η Farfetch, η Tmall της Alibaba και η Amazon, επιτρέπει στα brands να διατηρήσουν το έλεγχο της εικόνας, των τιμών και της ποικιλίας των προϊόντων τους, ενώ η εταιρεία της λιανικής παρέχει ένα χώρο για τα προϊόντα του brand, λαμβάνοντας μια προμήθεια, ενώ το ίδιο το brand αποκομίζει το μεγαλύτερο μέρος από τις πωλήσεις. Η εταιρεία που φιλοξενεί τη μάρκα, «γλιτώνει» το ρίσκο αγοράς ενός προϊόντος που δεν θα αγοραστεί, την ώρα που το brand από την πλευρά του κερδίζει την άμεση επαφή με τον πελάτη, χωρίς μεσάζοντες.
Η Federica Levato, partner της Bain & Company αναφέρει ότι τα luxury brands εξακολουθούν να υστερούν στο ηλεκτρονικό εμπόριο, αφού πριν την πανδημία, η online διείσδυσή τους δεν ξεπερνούσε το 12%. H ίδια αναφέρει ότι το e-concession μπορεί να ενισχύσει τη σχέση μεταξύ των brands και των εταιρειών λιανικής, αλλά το μεγαλύτερο όφελος το έχει ο πελάτης, καθώς βελτιώνεται το ψηφιακό σημείο συνάντησής του με τα brands.
Η επιχειρηματική τάση προς τα marketplaces και προς νέα υβριδικά μοντέλα που συνδυάζουν τη χονδρική πώληση με το e-concession γνωρίζει άνθηση στις ΗΠΑ, με πιο πρόσφατα τα παραδείγματα της Saks.com, της Hudson’s Bay ή της Nordstrom, η οποία ανακοίνωσε τα σχέδια της για μείωση του χονδρικού εμπορίου από το 85% στο 50% των συνολικών πωλήσεων, αλλά και της Net-a-Porter, η οποία επιταχύνει τη μετάβασή της σε ένα υβριδικό μοντέλο, συνδυάζοντας το παραδοσιακό μοντέλο που ακολουθούσε με το e-concession.
(Πηγή: Vogue Business)