Η νέα καταναλωτική έρευνα, EY Future Consumer Index Ελλάδα 2024, της ΕΥ Ελλάδος, υπογραμμίζει την ανάγκη οι επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν τους καταναλωτές ως ξεχωριστές προσωπικότητες και να διαμορφώσουν εξατομικευμένες στρατηγικές για να ανταποκριθούν στις μοναδικές ανάγκες, προτεραιότητες και προσδοκίες τους. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την MRB για λογαριασμό της EY, σε δείγμα 500 Ελλήνων καταναλωτών, από τις 17 έως τις 23 Σεπτεμβρίου 2024, και είναι μέρος της ευρύτερης σειράς παγκόσμιων ερευνών της ΕΥ, Future Consumer Index, που παρακολουθεί τις καταναλωτικές τάσεις στις σημαντικότερες αγορές του κόσμου.
Μεταξύ άλλων η έρευνα διαπιστώνει ότι, οι εμπειρίες των τελευταίων ετών, σε συνδυασμό με την ευαισθητοποίηση για το περιβάλλον, οδηγούν σε πιο συγκρατημένες καταναλωτικές συμπεριφορές: σημαντικά ποσοστά καταναλωτών προσπαθούν να μην πετούν φαγητό (94%), δεν αισθάνονται την ανάγκη να ακολουθούν τις τελευταίες τάσεις της μόδας (68%), ή προτιμούν να επιδιορθώσουν κάτι αντί να το αντικαταστήσουν (65%).
Η online κατανάλωση φαίνεται να έχει ενσωματωθεί στη ζωή των Ελλήνων καταναλωτών, πρωταρχικά για ψυχαγωγία (συχνή χρήση – 76%) και χρηματοοικονομικές και τραπεζικές υπηρεσίες (66%), και δευτερευόντως για την εξυπηρέτηση πελατών (43%) και τις online αγορές προϊόντων (36%). Παρά την άνοδο τoυ e-commerce, σημαντικό ποσοστό των καταναλωτών εξακολουθεί να επιλέγει τα φυσικά καταστήματα.
Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, η επιρροή των influencers είναι περιορισμένη στην Ελλάδα, και σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς 83% των ερωτώμενων, έναντι 34% παγκοσμίως, δήλωσαν ότι επηρεάζονται σπάνια ή ποτέ από αυτούς. Η επίδρασή τους, όμως, είναι υπερδιπλάσια στις νεότερες γενιές, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι ο ρόλος των influencers θα αυξηθεί και στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Τέλος, η τεχνητή νοημοσύνη (AI) διαδραματίζει έναν όλο και σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση των αγοραστικών αποφάσεων. Το καταναλωτικό κοινό στην Ελλάδα, όμως, φαίνεται πως δεν είναι ακόμη εξοικειωμένο με τις εφαρμογές της, καθώς λιγότεροι από δύο στους δέκα (18%), κυρίως νέοι 18-29 ετών, γνωρίζουν καλά τι είναι, αλλά και πώς χρησιμοποιείται.