Το θέμα της βιωσιμότητας και της αειφορίας εισέρχεται πλέον εντατικά, όχι μόνο στη mainstream μόδα, αλλά και στο άβατο του luxury. Οι νεότερες γενιές καταναλωτών είναι πιο συνειδητοποιημένες από τις παλαιότερες σε περιβαλλοντικά και κοινωνικά ζητήματα, πράγμα που επηρεάζει τις αγοραστικές τους συνήθειες και αναγκάζει τη μόδα να προσαρμόσει το επιχειρηματικό της μοντέλο. Η διακυβέρνηση, το περιβάλλον και η κερδοφορία θα είναι τα βασικά κριτήρια βιωσιμότητας.
Η διακυβέρνηση είναι κρίσιμη στη μετάβαση μιας εταιρείας προς ένα πιο πράσινο επιχειρηματικό μοντέλο και υπάρχουν ενδείξεις ότι οι πολυτελείς οίκοι προσπαθούν να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις. Πέρυσι, η Chloé πιστοποιήθηκε ως B Corporation, που δείχνει ότι η εταιρεία τηρεί τις υψηλότερες κοινωνικές και περιβαλλοντικές προδιαγραφές. Παράλληλα, απτή ένδειξη ότι μια εταιρεία υιοθετεί βιώσιμες πρακτικές είναι η επιλογή της σε α’ ύλες φιλικές προς το περιβάλλον, κάτι στο οποίο υστερεί η βιομηχανία luxury, εν πολλοίς διότι δεν υπάρχουν υψηλής ποιότητας εναλλακτικές, τουλάχιστον κατά την άποψη του Patrick Thomas, πρώην CEO του οίκου Hermès. Τον Μάρτιο 2021 ο οίκος παρουσίασε την πρώτη του αποσκευή από δέρμα από μανιτάρια, project που πήρε 3 χρόνια μέχρι να ανταποκριθεί στις υψηλές ποιοτικές απαιτήσεις.
Η Stella McCartney δεν χρησιμοποιεί δέρμα, η Prada δεσμεύθηκε να χρησιμοποιεί ανακυκλωμένο νάυλον στα αξεσουάρ, ενώ η Marni χρησιμοποίησε δέρμα από σταφύλια σε υποδήματα. Οι οίκοι Versace και Michael Kors έχουν δεσμευθεί να εγκαταλείψουν τη γούνα, ακολουθώντας τα βήματα των Tommy Hilfiger και Giorgio Armani, ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινούνται ο όμιλος Kering, οι μάρκες Prada, Valentino και Moncler, καθώς και ο μεγάλος retailer ηλεκτρονικού εμπορίου Yoox Net-a-Porter. Παράλληλα, μόλις τη Δευτέρα, ο ιταλικός οίκος Dolce & Gabbana εξέδωσε κοινή δήλωση με τη Humane Society International ότι από φέτος θα σταματήσει να χρησιμοποιεί γούνα σε όλες τις συλλογές του.
Η εταιρεία θα υιοθετήσει λύσεις οικολογικής γούνας, αλλά θα συνεχίσει να συνεργάζεται με γουνοποιούς, ώστε να διατηρηθούν θέσεις εργασίας και η τεχνογνωσία. Ίσως ένας από τους λόγους που οι εταιρείες διστάζουν να ασπαστούν τη βιωσιμότητα είναι η αβεβαιότητα που προκαλεί η αλλαγή. Κάποιες πιστεύουν ότι οι βιώσιμες διαδικασίες θα αυξήσουν την απόδοση και θα μειώσουν το κόστος μακροπρόθεσμα, ενώ άλλες παραμένουν αμετάπειστες. Συμπερασματικά, από τη στιγμή που κυβερνήσεις και big business δεν αναλαμβάνουν να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά τα κρίσιμα κλιματικά ζητήματα, τα ηνία θα αναλάβουν καινοτόμες επιχειρήσεις που θα επιλέξουν να οδηγήσουν τις εξελίξεις.
(Πηγή: CEOtodaymagazine.com, Reuters)